Με την πρώτη του κυκλοφορία τον Σεπτέμβριο του 2001 (Νοέμβριο για Ευρώπη), ήταν από τους τιτάνες του Survival Horror στο gaming industry της εποχής, μεταξύ του Resident Evil, Siren, Fatal Frame και άλλα. Δεν είχα την ποτέ την ευκαιρία να παίξω το original, αλλά χάρη στην υπέροχη δουλειά της Bloober Team που μας έφερε το remake για PS5, Xbox Series X/S και PC, μπόρεσα να εξερευνήσω τον ανατριχιαστικό κόσμο του Silent Hill για πρώτη φορά.
Κόσμος σαν κανέναν άλλον.
Η ιστορία του Silent Hill 2 ξεκινά με ένα γράμμα. Ο James Sunderland, ένας θλιμμένος χήρος, λαμβάνει ένα μήνυμα που είναι αδύνατο να αγνοήσει. Ένα γράμμα από τη νεκρή σύζυγό του, Mary, που τον καλεί στο Silent Hill. Αυτή η φαινομενικά απλή αναζήτηση για να τη βρει δεν είναι η καρδιά του παιχνιδιού, αλλά η αρχή μιας ανατριχιαστικής καθόδου στο μυαλό του ίδιου του James.
Αυτό που κάνει το Silent Hill 2 να ξεχωρίζει δεν είναι η ίδια η αφήγηση, η οποία μοιάζει οικεία με την πρώτη ματιά, αλλά το ανατριχιαστικό βάθος της εκτέλεσής της. Κάθε interaction αποκαλύπτει κομμάτια του ταραγμένου ψυχισμού του James και φέρνει νέα στρώματα στην ιστορία του. Οι άλλοι χαρακτήρες στο Silent Hill στοιχειώνονται επίσης, ο καθένας κουβαλάει τις δικές του ”αμαρτίες” και μυστικά, προσθέτοντας μια σκοτεινή πολυπλοκότητα στην πόλη και προσκαλώντας μας να κοιτάξουμε πιο προσεκτικά. Σε αυτό το ταξίδι, τα όρια θολώνουν ανάμεσα σε αυτό που ο James πιστεύει ότι γνωρίζει για τη Mary και την πραγματικότητα που η πόλη αποκαλύπτει σιγά σιγά. Το τι βρίσκεται στο τέλος της αναζήτησής του είναι άγνωστο, αλλά είναι σαφές ότι το Silent Hill δε θα αφήσει τον ίδιο –ή τον παίκτη– να φύγει ποτέ ο ίδιος.
Survival Horror με την κάθε έννοια
Όσο μιλάμε για Survival Horror, αυτό μας περνάει το παιχνίδι. Να επιζήσουμε. Δεν ήμουν ποτέ μεγάλος fan των Survival Horror παιχνιδιών (όχι γιατί είμαι κότα, αλήθεια λέω) διότι δε μου άρεσε αυτό το element του χαζού ”jumpscare” ή της ατμοσφαίρας που ξέρεις ότι ”τώρα κάτι θα συμβεί”, απλώς γιατί το έχεις δει πολλές φορές. Εδώ όμως, είναι διαφορετικά τα πράγματα. Διότι, όταν ήμαστε σε κάποιο σημείο που υπάρχει κάποιος εχθρός, υπάρχει ένας συγκεκριμένος ήχος από συχνότητα radio. Κάτι που ίσως έβγαλε το jumpscare element γι’αυτούς που τους αρέσει αλλά έτσι δημιουργούσε μια tense ατμόσφαιρα που μου άρεσε πραγματικά πάρα πολύ, πού δεν τη βρήκα σε κάποιο άλλο παιχνίδι του είδους.
Δυστυχώς, πολλά πράγματα βρήκα να τους λείπει η αγάπη που δόθηκε σε άλλα μέρη όπως στην ατμόσφαιρα και στο sound design και αυτό φαίνεται δραστικά. Όπως στα body και facial animations, τα οποία είδα να ήταν αρκετά ρομποτικά, που δεν περίμενα από ένα παιχνίδι τέτοιας γενιάς. Πόρτες να ανοίγουν με κινήσεις που βλέπαμε σε παιχνίδια γενιές πριν, και ο James να κινιέται πιο κούτσουρο, από το 2×4 που χρησιμοποιεί για melee weapon. Το combat του αν και clunky μερικές φορές, με απογοήτευσε το dodge του παιχνιδιού και τα i-frames του. Βλέπετε αυτό συνήθως, δε θα ήταν κακό. Εδώ όμως, στο Survival Horror genre, υπάρχουν ΠΟΛΛΑ i-frames στο dodge, που με έκαναν να νιώθω αήττητος, ανεξάρτητα το difficulty που είχα στο παιχνίδι, έτσι βγάζοντας κάθε Horror aspect από το παιχνίδι.
Η ομίχλη όμως καθαρίζει με το sound design του παιχνιδιού, χάρη στη δουλειά της ομάδας, με τον Akira Yamaoka για composer. Γνωστός πλέον για τη δουλειά του στα υπόλοιπα Silent Hill παιχνίδια, αλλά και σε μερικά άλλα όπως Dead By Daylight, The Medium αλλά και σε animation series όπως το Cyberpunk Edgerunners. Από τις κραυγές των εχθρών, τα soundtrack μέχρι και την τελευταία καρφίτσα που θα πέσει στο πάτωμα, μπορώ να πω πως το ακουστικό κομμάτι με εξέπληξε αρκετά και με άφησε αρκετά ικανοποιημένο.
Το τεχνικό και γραφικό του κομμάτι, ήταν εξαιρετικό, με μερικά μόνο shaders να μην άρμοζαν λόγο ότι είχε δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στο περιβάλλον και όχι στα μαλλιά του James παραδείγματος χάρη. Κάτι αρκετά ενοχλητικό που συνάντησα, ήταν το camera control, που είναι κολλημένο επάνω στον χαρακτήρα μας. Έτσι, κάνοντας μερικά tight corners εφιάλτες να τα καταπολεμήσουμε. Κάτι που πιστεύω ότι ένα Field Of View (FOV) setting θα, έσωζε την κατάσταση.
Με λίγα λόγια
Ένας αριστοτεχνικά τρομαχτικός κόσμος και μια ιστορία στοιχειώνουν κάθε γωνιά, αν και ορισμένοι σύγχρονοι μηχανισμοί και animations λείπουν από τις προσδοκίες μου. Ο ηχητικός σχεδιασμός και η ατμόσφαιρα κυριαρχούν, προσφέροντας μια ευχάριστη εμπειρία, ενώ περιστασιακά ”misshaps” στο gameplay, εμποδίζει το immersion.
Ευχαριστούμε θερμά τη CD MEDIA για την παροχή αυτού του κωδικού